ἡμιτέχνιον

ἡμιτέχνιον
ἡμιτέχνιον
half
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιτέχνιον — ἡμιτέχνιον, τὸ (Α) μισή, παρακατιανή τέχνη, δηλαδή τέχνη που δεν απαιτεί ειδική εξάσκηση και δεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τεχνίον (< τέχνη), πρβλ. κακο τέχνιον, χειρο τέχνιον] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”